- προσαυρίζουσα
- προσαυρίζωmeet withpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαυρίζω — Α συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. ίζω. Η σημ. τής λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί… … Dictionary of Greek